- νευρομῆτραι
- νευρο-μῆτραι, αἱ,A = ψόαι, Clearch.72, Ruf.Onom.189, 192.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νευρομήτραι — νευρομῆτραι, αἱ (Α) οι μυώνες τής οσφύος οι οποίοι φθάνουν μέχρι τα νεφρά, αλλ. ψόαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + μήτρα] … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek